- φημίζω
- ΝΜΑ, και φουμίζω και φουμάω Ν [φῆμις]νεοελλ.1. διασπείρω τη φήμη προσώπου ή πράγματος σε όλους, τό κάνω γνωστό, τό διαφημίζω («ποιο πρέπει να παινέσουσι, ποιο πρέπει να φημίσου», Ερωτόκρ.)2. μέσ. φημίζομαι είμαι περιώνυμος, ξακουστός («φημίζεται για τη μεγαλοψυχία του»)3. παροιμ. «ποιος φουμίζει τον γαμπρό; η καλή του η πεθερά» — λέγεται για εκείνους που επαινούν πάντοτε ό,τι είναι δικό τουςμσν.(ενεργ. και μέσ.) κάνω επίδειξη τής δύναμης, τής ομορφιάς ή τών ικανοτήτων μου, επιδεικνύομαι («κι ἄρξετο νὰ φημίζεται ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Φράγκους», Χρον. Μορ.)αρχ.1. εκπέμπω φωνή και, κυρίως, προφητεύω («ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισε», Αισχύλ.)2. διαδίδω λόγια, διασπείρω φήμες («φήμη δ' οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι», Ησίοδ.)3. καλώ, ονομάζω4. υπόσχομαι5. μέσ. εκφράζομαι με λόγια, εκθέτω («μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω», Αισχύλ.)6. παθ. δυσφημούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.